Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εχινόδερμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εχινόδερμο το [exinóδermo] Ο40 : (ζωολ.) θαλάσσιος ασπόνδυλος ζωικός οργανισμός, με τραχύ ή αγκαθωτό περίβλημα που έχει συμμετρική ακτινωτή διάταξη: Ο αστερίας και ο αχινός ανήκουν στα εχινόδερμα.

[λόγ. < γαλλ. échinoderme < échino- < λατ. echin(us) < αρχ. ἐχῖνο(ς) (δες εχίνος1) -ο- + -derme < αρχ. δέρμ(α) -ον, ουδ. του -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go