Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εχ
55 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
εχ, πρόθ.,
βλ. εκ.
[Λεξικό Κριαρά]
εχδέχομαι,
βλ. εκδέχομαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εχέγγυο το [exénio] Ο41 : ό,τι αποτελεί εγγύηση, ό,τι δίνει τη βεβαιότητα για ένα επιθυμητό αποτέλεσμα, για μια ευνοϊκή εξέλιξη: Tο ήθος του και οι ικανότητές του είναι ~ ότι θα διοικήσει σωστά την εταιρεία. Nέος που έχει / παρέχει όλα τα εχέγγυα ενός λαμπρού μέλλοντος. Ο πλούτος δεν είναι ~ για την ευτυχία.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐχέγγυος `που μπορεί να παράσχει εγγύηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έχει το [éxi] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η περιουσία, το βιος, συνήθ. με κτητική αντωνυμία: Σκόρπισε το ~ του στις ασωτίες.

[μσν. το έχειν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. < αρχ. ἔχω]

[Λεξικό Κριαρά]
έχει το· έχειν.
  • α) Περιουσία:
    • Το έχει μου και τη ζωή (Φορτουν. Ε´ 93
    • θέλεις αναστήσει τέκνον διά το έχειν σου, να το κληρονομήσει (Χούμνου, Κοσμογ. 936
  • β) πλούτος (μεταφ.):
    • με της φιλίας τα έχει (Φαλιέρ., Ιστ. 438).

[απαρέμφ. του έχω ως ουσ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εχεμύθεια η [exemíθia] Ο27 : η ιδιότητα του εχέμυθου, η διαφύλαξη μυστικού που το εμπιστεύτηκαν σε κπ. ANT ακριτομυθία: Bασίζομαι στην εχεμύθειά σου. Tου υποσχέθηκα απόλυτη ~. Mου είπε κάτι υπό ~, γι΄ αυτό δεν μπορώ να το επαναλάβω.

[λόγ. < ελνστ. ἐχεμυθ(ία) με σφαλερή αντικατάσταση -εια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εχέμυθος -η -ο [exémiθos] Ε5 : που κρατάει ένα μυστικό που του εμπιστεύτηκαν, που δεν το μεταδίδει σε πρόσωπα τα οποία δεν πρέπει να το μάθουν. ANT ακριτόμυθος.

[λόγ. < ελνστ. ἐχέμυθος]

[Λεξικό Κριαρά]
εχένταυρος ο.
  • Είδος θαλάσσιου κενταύρου:
    • (Φυσιολ. (Legr.) XX τίτλ).

[<ουσ. ιππο‑ ή ονοκένταυρος με επίδρ. του ουσ. έχις]

[Λεξικό Κριαρά]
έχερο το,
βλ. άχυρο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εχέφρονας [exéfronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : εχέφρων. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἐχέφρων, αιτ. -ονα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες