Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφτακοσάρι το [eftakosári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από εφτακόσιες μονάδες, συνήθ. για χρηματικά ποσά: Έδωσα / μου κόστισε ένα ~, δραχμές, χιλιάδες κτλ.
[εφτακόσ(α) -άρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφτακοσαριά η [eftakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εφτακόσιοι: Kαμιά ~ άτομα. Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει εφτακοσαριές
!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό. Φεύγουν οι εφτακοσαριές κάθε μέρα, για το χαρτζιλίκι του.
[εφτακόσ(α) -αριά]