Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφτάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφτάρα η [eftára] Ο25α : 1.(προφ.) ποινή εφτά ημερών. α. φυλάκιση εφτά ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για εφτά μέρες. 2. (για ποδοσφαιρικό αγώνα) εφτά τέρματα: Φάγαμε μια ~.

[εφτ(ά) -άρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go