Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφτάζυμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφτάζυμος -η -ο [eftázimos] & επτάζυμος -η -ο [eptázimos] Ε5 : για ψωμί που δε γίνεται με τη συνηθισμένη ζύμη αλλά με πολτό από ρεβίθια και που χρησιμοποιείται κυρίως για παξιμάδια. || (ως ουσ.) το εφτάζυμο, εφτάζυμο ψωμί. || (ως ουσ.) τα εφτάζυμα, εφτάζυμα παξιμάδια.

[< αυτόζυμος < αυτ(ός) -ο- + ζύμ(η) -ος `που ζυμώνεται χωρίς προζύμι΄ παρετυμ. εφτά· επτα-: λόγ. επίδρ. στο εφτάζυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες