Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφτάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφτάδα η [eftáδa] & επτάδα η [eptáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : σύνολο από εφτά πρόσωπα ή όμοια πράγματα: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν σε / κατά εφτάδες.

[λόγ. < αρχ. ἑπτάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός επτά΄ και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες