Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφοριακός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφοριακός ο [eforiakós] Ο17 θηλ. εφοριακός [eforiakós] Ο34 : υπάλληλος οικονομικής εφορίας: Οι εφοριακοί άρχισαν να διενεργούν φορολογικούς ελέγχους. Aυτός είναι ασφαλιστής και η γυναίκα του ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. εφοριακός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφοριακός -ή -ό [eforiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την εφορία: ~ υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο εφοριακός*.

[λόγ. εφορί(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go