Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφησυχασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφησυχασμός ο [efisixazmós] Ο17 : η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που εφησυχάζει· εφησύχαση: H βελτίωση της κατάστασης ίσως είναι προσωρινή και δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εφησυχασμό.

[λόγ. εφησυχασ- (εφησυχάζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες