Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφημεριδοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφημεριδοφάγος ο [efimeriδofáγos] Ο18 θηλ. εφημεριδοφάγος [efimeriδofáγos] Ο35 : πειραχτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που διαβάζει καθημερινά όλη την ύλη των εφημερίδων, που είναι μανιώδης αναγνώστης εφημερίδων.

[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -φάγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες