Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφημεριδοπώλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφημεριδοπώλης ο [efimeriδopólis] Ο10 θηλ. εφημεριδοπώλισσα [efimeriδopólisa] Ο27 : αυτός που πουλάει εφημερίδες σε κλειστό ή σε υπαίθριο χώρο (σε πάγκο) και παλαιότερα αυτός που, κρατώντας στα χέρια τις εφημερίδες, τις πουλούσε στο δρόμο (φωνάζοντας τους τίτλους των κυριότερων ειδήσεων) ή τις μοίραζε στα σπίτια.

[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -πώλης· εφημεριδοπώλ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go