Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφημεριδογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφημεριδογράφος ο [efimeriδoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) δημοσιογράφος εφημερίδας.

[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -γράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες