Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφεύρημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφεύρημα το [efévrima] Ο49 : κτ. που έχει εφευρεθεί, κυρίως στη σημ. 2β: Ο νέος εκλογικός νόμος είναι ~ της κυβερνητικής πλειοψηφίας, για να εξασφαλίσει την επανεκλογή της. Nέο ~ για την είσπραξη φόρων.

[λόγ. < ελνστ. ἐφεύρημα]

[Λεξικό Κριαρά]
εφεύρημα το,
βλ. εφεύρεμα(ν).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go