Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφευρετικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφευρετικός -ή -ό [efevretikós] Ε1 : α.που τον χαρακτηρίζει η ικανότητα να βρίσκει πρακτικές και πρωτότυπες λύσεις σε διάφορα προβλήματα. || (μειωτ.) που έχει την ικανότητα να μηχανεύεται κτ.: Είναι πολύ ~, όταν πρόκειται για δικαιολογίες. Είναι ~ στις υπεκφυγές. β. που χαρακτηρίζει άνθρωπο ικανό να κάνει εφευρέσεις: Έχει εφευρετικό νου. Εφευρετικό μυαλό.

[λόγ. < ελνστ. ἐφευρετικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go