Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφευρέτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφευρέτης ο [efevrétis] Ο10 θηλ. εφευρέτρια [efevrétria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει μία ή περισσότερες, συνήθ. σημαντικές, εφευρέσεις: Ο Γουτεμβέργιος είναι ο ~ της τυπογραφίας, ο Mπελ του τηλεφώνου.

[λόγ. < ελνστ. ἐφευρέτης, ἐφευρέτρια]

[Λεξικό Κριαρά]
εφευρετής ο· ’φευρετής.
  • Αυτός που επινοεί, που ανακαλύπτει· αυτός που μηχανεύεται κ.:
    • (Φλώρ. 733).

[μτγν. ουσ. εφευρετής. Τ. έτης σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες