Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφεδρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφεδρικός -ή -ό [efeδrikós] Ε1 : 1.(στρατ.) που έχει σχέση με την εφεδρεία: Εφεδρικά στρατεύματα / εφεδρικές δυνάμεις, εφεδρείες. Εφεδρικές ηλικίες, που ανήκουν στην εφεδρεία. || (επέκτ.) για πρόσωπο που είναι διαθέσιμο να αντικαταστήσει ή να βοηθήσει κπ.: Στους πνευματικούς και κοινωνικούς αγώνες δίπλα στις μάχιμες δυνάμεις στέκουν και οι εφεδρικές. 2. για κτ. που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αντικατάσταση άλλου που χάλασε ή βοηθητικά: ~ τροχός. Εφεδρική γεννήτρια. ~ διάδρομος προσγείωσης. εφεδρικά ΕΠIΡΡ: Aυτή η αντλία χρησιμοποιείται μόνο ~.

[λόγ. έφεδρ(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go