Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφαλτήριο το [efaltírio] Ο40 : 1.(γυμν.) ξύλινη κατασκευή, της οποίας το οριζόντιο τμήμα έχει συνήθ. το σχήμα του σώματος αλόγου, που στηρίζεται σε τέσσερα πόδια και που χρησιμοποιείται ως εμπόδιο για να πηδούν οι αθλητές ή ως υποστήριγμα για ορισμένες ασκήσεις. 2. (μτφ.) θέση ή κατάσταση την οποία χρησιμοποιεί κάποιος ως σημείο εκκίνησης για την επαγγελματική ή για την κοινωνική του άνοδο.
[λόγ. < αρχ. ρ. ἐφάλ(λομαι) `πηδάω επάνω΄ -τήριον]



