Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευχαριστιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευχαριστιακός -ή -ό [efxaristiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την ευχαριστία προς το Θεό ή με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Ευχαριστιακή σύναξη των πιστών.

[λόγ. ευχαριστί(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go