Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευφυώς, επίρρ.
-
- Επιδέξια· κατάλληλα· ωραία:
- πρότερον διανοίξας την θέσιν του τυφλωμένου πτερού ευφυώς έμβαλε (Ιερακοσ. 3774).
[αρχ. επίρρ. ευφυώς. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Επιδέξια· κατάλληλα· ωραία:



