Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευφρόσυνος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευφρόσυνος, επίθ.
  • Που δίνει χαρά, ευχάριστος:
    • ευφρόσυνος … αγγελία (Σφρ., Χρον. 1082
    • όμορφον παλάτιον και ευφρόσυνον (Μπερτολδίνος 119 (έκδ. ευπρόσηνον)).

[μτγν. επίθ. ευφρόσυνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφρόσυνος -η -ο [efrósinos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) που προξενεί ευφροσύνη· χαρμόσυνος: H ευφρόσυνη είδηση της νίκης. Tο ευφρόσυνο άγγελμα της Aναστάσεως. ευφρόσυνα ΕΠIΡΡ: ~ χτυπούσαν οι καμπάνες.

[λόγ. < ελνστ. εὐφρόσυνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go