Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευφημία η.
-
- α) Ζητωκραυγή, επευφημία:
- τον βασιλέαν εποίκασιν μεγάλην ευφημίαν (Ριμ. Βελ. ρ 250)·
- β) εγκώμιο· (ως σύστ. αντικ.):
- παρευθύς ευφήμισαν ταύτην την ευφημίαν (Λίβ. Sc. 3171)·
- γ) επιδοκιμασία:
- Να είδες χαράν ανέκφραστον, μεγάλην ευφημίαν (Ιμπ. 339).
[αρχ. ουσ. ευφημία]
- α) Ζητωκραυγή, επευφημία: