Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευφάνταστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφάνταστος -η -ο [efándastos] Ε5 : που έχει μεγάλη φαντασία: ~ καλλιτέχνης. || συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που πλάθει με τη φαντασία του ιστορίες οι οποίες δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα: Kάποιοι ευφάνταστοι δημοσιογράφοι δημιούργησαν θόρυβο για ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Δεν μπορείς να βασιστείς στη μαρτυρία μερικών ευφάνταστων παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. εὐφάνταστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go