Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτυχώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτυχώ [eftixó] Ρ10.9α μππ. ευτυχισμένος* : 1.είμαι ευτυχισμένος, ζω ζωή ευτυχισμένη. ANT δυστυχώ: Ευτύχησε στη ζωή της / στο γάμο της. Σου εύχομαι να ευτυχήσεις και να προοδεύεις συνεχώς. || (ειδικότ.) ευημερώ. 2. (στο αορ. θ.) σε εκφράσεις α. ευτύχησα να…, είχα την τύχη να…: Ευτύχησα να έχω εκλεκτούς δασκάλους. Δεν ευτύχησε να δει το έργο του ολοκληρωμένο. β. ευτύχησα σε κτ., πέτυχα σε αυτό: Δεν ευτύχησε στην εκλογή των συνεργατών του. ANT ατύχησε.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχῶ· 2: σημδ. γαλλ. avoir la chance]

[Λεξικό Κριαρά]
ευτυχώ· φτυχώ.
  • Α´ (Μτβ.) έχω την τύχη να …:
    • λέγε μου, αν ευτυχήσω άνθρωπον να ίδω πούβετις διά παρηγοριάν μου (Λόγ. παρηγ. L 159).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Είμαι ή γίνομαι ευτυχισμένος:
      • αν ευτυχείς μη χαίρεσαι και αν δυστυχείς μη κλαίεις (Γλυκά, Στ. 377· Λόγ. παρηγ. O 183).
    • 2) Πετυχαίνω:
      • (Διγ. Z 484).

[αρχ. ευτυχέω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτυχώς [eftixós] επιρρ. τροπ. : (ως έκφραση χαράς, ικανοποίησης) για καλή τύχη, κατά καλή τύχη. ANT δυστυχώς: ~ δεν έχασα το τρένο. ~ πέτυχα στις εξετάσεις. Έφτασες στην ώρα σου; - Nαι ~ / ~ ναι.

[λόγ. < αρχ. εὐτυχῶς `με καλή τύχη΄ σημδ. γαλλ. heureusement]

[Λεξικό Κριαρά]
ευτυχώς, επίρρ.
  • 1) Με καλή τύχη, με ευτυχία:
    • (Μεταξά, Επιστ. 46).
  • 2) Με επιτυχία:
    • ανδραγαθούντες ευτυχώς, αείποτε νικώντες (Βίος Αλ. 2701).

[αρχ. επίρρ. ευτυχώς. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες