Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτυχιάρης, επίθ.
-
- Καλότυχος, ευτυχισμένος:
- ευτυχιάρης εις το ριζικόν του (Διήγ. Αλ. V 27).
[<ουσ. ευτυχία + κατάλ. ‑άρης]
- Καλότυχος, ευτυχισμένος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ευτυχία + κατάλ. ‑άρης]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |