Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτυχιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευτυχιάρης, επίθ.
  • Καλότυχος, ευτυχισμένος:
    • ευτυχιάρης εις το ριζικόν του (Διήγ. Αλ. V 27).

[<ουσ. ευτυχία + κατάλ. άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες