Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτυχής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευτυχής, επίθ.
  • 1)
    • α) Καλότυχος, που ευνοείται από την τύχη:
      • (Λόγ. παρηγ. L 620), (Ιστ. πολιτ. 4514
    • β) που φέρνει ευτυχία:
      • Για θαυμαστά και ευτυχή πράγματα διαλεμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [84]
    • γ) τυχερός, «γούρικος»:
      • Η φύσις γαρ του λιθαριού (ενν. του δακτυλιδιού) πολλά ευτυχής υπάρχει (Φλώρ. 1196).
  • 2)
    • α) Ευτυχισμένος:
      • θανάτου ουκ έχω μέρεμνα πολλήν, ευτυχής υπαγαίνω (Λίβ. Esc. 2204
    • β) ως επίθ. βασιλέων και ευγενών:
      • Βασιλείου του ευτυχούς, ακρίτου του μεγάλου (Διγ. Gr. 1007).
  • 3) Ευχάριστος:
    • (Διγ. Z 1708).
  • Το αρσ. ως ουσ. = άρχοντας, προύχοντας:
    • τους λογάδας και ευτυχείς πάσης Αχαΐας (Δούκ. 42519).

[αρχ. επίθ. ευτυχής. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτυχής -ής -ές [eftixís] Ε10 : 1α.(για πρόσ.) ευτυχισμένος. ANT δυστυχής: Ήταν ~ σε όλη του τη ζωή. || τυχερός: Ευτυχείς οι γονείς που έχουν καλά παιδιά. ~ όποιος δε γνώρισε πολέμους και προσφυγιά. β. ευχαριστημένος, σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας: Είμαι ιδιαίτερα ~ που σας γνωρίζω / που σε ξαναβλέπω. Θα ήμουνα ~, αν μπορούσα να σας βοηθήσω. 2α. για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολ λά ευχάριστα γεγονότα· ευτυχισμένος. ANT δυστυχής: Mαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του. (λόγ. ευχή) ευτυχές το νέον έτος. β. για κτ. που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες, με τις επιδιώξεις κάποιου. ANT ατυχής: Οι προσπάθειές του είχαν ευτυχή κατάληξη. Ήταν μια ~ σύμπτωση. Ευτυχές γεγονός, συνήθ. όταν αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνη ή σε γέννηση: Περιμένει ευτυχές γεγονός. H αναγγελία του ευτυχούς γεγονότος. || πολύ πετυχημένος, σωστός: Είχε την ευτυχή έμπνευση να… H επιλογή του δεν ήταν ιδιαίτερα ~. ευτυχώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1α: αρχ. εὐτυχής· 1β: σημδ. γαλλ. heureux· 2: σημδ. αγγλ. happy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες