Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτολμία η [eftolmía] Ο25 : (λόγ.) θάρρος για εκτέλεση γενναίων πράξεων.
[λόγ. < αρχ. εὐτολμία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτολμία η· ευτολμιά.
-
- Μεγάλο θάρρος, τόλμη:
- (Διγ. Z 3200).
[αρχ. ουσ. ευτολμία]
- Μεγάλο θάρρος, τόλμη:



