Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευσταλής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευσταλής -ής -ές [efstalís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ωραίο παράστημα· λεβεντόκορμος: Οι ευσταλείς εύζωνοι της προεδρικής φρουράς.

[λόγ. < αρχ. εὐσταλής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go