Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευσπλαγχνίζομαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ευσπλαγχνίζομαι.
– Βλ. και σπλαγχνίζομαι.
  • Συμπαθώ:
    • (Ιμπ. 361).

[μτγν. ευσπλαγχνίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go