Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευρηματικός -ή -ό [evrimatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο εύρημα2α, που τον χαρακτηρίζει η επινοητικότητα, η πρωτοτυπία: Ευρηματική φαντασία / λύση. Aντιμετώπισε όλα τα σκηνικά προβλήματα με ευρηματικό τρόπο.
ευρηματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ευρηματ- (εύρημα) -ικός]



