Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευπρόσωπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπρόσωπος -η -ο [efprósopos] Ε5 : που δημιουργεί καλή εντύπωση χάρη στο καλό ποιοτικό του επίπεδο: H εμφάνιση των αθλητών μας στους διεθνείς αγώνες δεν ήταν εντυπωσιακή, ήταν όμως ευπρόσωπη. Tα κτίρια που στεγάζουν τις δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να είναι ευπρόσωπα.

[λόγ. < αρχ. εὐπρόσωπος `με χαμογελαστό πρόσωπο, απατηλός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go