Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπρόσβλητος -η -ο [efprózvlitos] Ε5 : που προσβάλλεται εύκολα. ANT απρόσβλητος. α. για κτ. ή για κπ. που δεν μπορεί να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση σε ανοιχτή επίθεση ή σε υπονομευτικές ενέργειες: Tα τείχη της πόλης ήταν χαμηλά και κατά συνέπεια ευπρόσβλητα. Ο στρατηγός ενίσχυσε τα σημεία του μετώπου που θεωρούσε ευπρόσβλητα. H χώρα είναι ευπρόσβλητη στην ξένη προπαγάνδα. β. (για άνθρ., ζώο ή φυτό) που προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες, που είναι ευπαθής: Tα παιδιά είναι ευπρόσβλητα στις λοιμώξεις.
[λόγ. ευ- προσβλη- (προσβάλ λω) -τος κατά το αντ. απρόσβλητος μτφρδ. γαλλ. attaquable]



