Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευποιία η [efpiía] Ο25 : (λόγ.) αγαθοεργία: Aφιέρωσε τη ζωή της σε έργα ευποιίας. Tάγμα Ευποιίας, το ένα από τα τέσσερα τάγματα αριστείας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. εὐποιΐα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευποιία η.
-
- Ευεργεσία, αγαθοεργία:
- (Ψευδο-Σφρ. 40234), (Διγ. Gr. 3323).
[μτγν. ουσ. ευποιΐα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ευεργεσία, αγαθοεργία:



