Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνόητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευνόητος, επίθ.
  • (Προκ. για σύγγραμμα) κατανοητός:
    • ευνόητα τοις πάσι (Ερμον. Α 153).

[μτγν. επίθ. ευνόητος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευνόητος -η -ο [evnóitos] Ε5 : για κτ. που γίνεται εύκολα κατανοητό, γιατί δεν έρχεται σε αντίθεση με τη λογική ή με τα πραγματικά δεδομένα· (πρβ. ευκολονόητος). ANT δυσνόητος: Οι λόγοι της άρνησής του είναι ευνόητοι. Aποσιωπήθηκε το γεγονός, για ευνόητους λόγους. || Είναι ευνόητο ότι θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Θα με ειδοποιήσεις; -Φυσικά, (αυτό) είναι ευνόητο.

[λόγ. < ελνστ. εὐνόητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες