Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευμάρεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευμάρεια η [evmária] Ο27 : οικονομικές συνθήκες που επιτρέπουν μια ζωή πλούσια, χωρίς υλικά προβλήματα: H Δυτική Ευρώπη έζησε περιόδους μεγάλης ευμάρειας.

[λόγ. < αρχ. εὐμάρεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go