Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευλόγως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ευλόγως, επίρρ.
  • 1) Με τη λογική:
    • καθ’ ων των αυτού ρημάτων … αντιρρησόμεθα ευλόγως (Ψευδο-Σφρ. 15221).
  • 2) Δικαιολογημένα:
    • ος και αποτυχών ευλόγως δήθεν παρανομείν και μετ’ αδείας, εμοίχευεν αυτήν (Ιστ. πολιτ. 399).

[αρχ. επίρρ. ευλόγως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go