Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευλόγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευλόγηση η [evlójisi] Ο33 : (κυρ. εκκλ.) η ενέργεια του ευλογώ: H ~ των προσφορών από τον ιερέα.

[λόγ. < ελνστ. εὐλόγη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go