Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκόλως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευκόλως, επίρρ.· ευχόλως.
  • Εύκολα, χωρίς κόπο:
    • προς θήραν έχειν ευκόλως (Ιερακοσ. 4836).

[αρχ. επίρρ. ευκόλως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες