Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευκολοχώνευτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευκολοχώνευτος, επίθ.
  • Που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος:
    • Το μαρούλιον είναι … ευκολοχώνευτον (Αγαπ., Γεωπον. 204).

[<επίρρ. εύκολα + χωνεύω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολοχώνευτος -η -ο [efkoloxóneftos] Ε5 : εύπεπτος και μτφ.

[λόγ. < μσν. ευκολοχώνευτος < ευκολο- + χωνεύ(ω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go