Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευκολομεταχείριστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολομεταχείριστος -η -ο [efkolometaxíristos] Ε5 : εύχρηστος.

[λόγ. ευκολο- + μεταχειρισ- (μεταχειρίζομαι) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go