Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευκινησία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκινησία η [efkinisía] Ο25 : 1.ευκολία στην κίνηση του σώματος και γενικά στις εκούσιες κινήσεις. ANT δυσκινησία: Για να ανεβείς στο δέντρο χρειάζεται μεγάλη ~. H ~ της μέσης / των δακτύλων. 2. (μτφ.): Διανοητική / πνευματική ~, ευστροφία.

[λόγ. < ελνστ. εὐκινησία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go