Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευκίνητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευκίνητος, επίθ.
  • Που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβλητος:
    • Ην γαρ το γένος των Βλάχων ασύστατον και … την γνώμην ευκίνητον (Δούκ. 2533).

[αρχ. επίθ. ευκίνητος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκίνητος -η -ο [efkínitos] Ε5 : 1.που χάρη στη σωματική του κατασκευή ή κατάσταση κινείται με ευκολία και με ταχύτητα. ANT δυσκίνητος: Οι νέοι είναι ευκίνητοι / έχουν ευκίνητο σώμα. Έχει τα ευκίνητα δάχτυλα ενός ταχυδακτυλουργού. Tα αιλουροειδή είναι ευκίνητα ζώα. 2. (μτφ.) για διανοητική λειτουργία που έχει υψηλό βαθμό απόδοσης. ANT δυσκίνητος: Ευκίνητο πνεύμα, εύστροφο. H προσοχή του, εξαιρετικά ευκίνητη, κινείται από το ένα αντικείμενο στο άλλο.

[λόγ. < αρχ. εὐκίνητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go