Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθύνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθύνομαι [efθínome] Ρ8.1β (μόνο στο ενεστ. θ.) : έχω την ευθύνη, είμαι υπεύθυνος για κτ.: H αστυνομία ευθύνεται για την τήρηση της δημόσιας τάξης. Δεν ~ εγώ για τις πράξεις του αδελφού μου.

[λόγ. μέσο < αρχ. εὐθύνω `διευθύνω, διορθώνω, ελέγχω τις πράξεις των αρχόντων΄ κατά τη νέα σημ. της λ. ευθύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες