Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθύαυλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθύαυλος ο [efθíavlos] Ο20α : (λόγ.) το κλαρινέτο.

[λόγ. ευθυ- 1 + αυλός κατά το πλαγίαυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες