Παράλληλη αναζήτηση
| 34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυ- 1 [efθi] & ευθύ- [efθí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την ιδιότητα αυτού που είναι: α. ευθύς, ίσιος, σε ευθεία γραμμή: ευθύγραμμος, ευθύδρομος, ευθύπλους· (ζωολ.) ευθύρραμφος. β. επιτυχής, εύστοχος: ευθύβολος. γ. ορθός, σωστός, δίκαιος: ~κρισία, ~δικία.
[λόγ. < αρχ. εὐθυ- θ. του επιθ. εὐθύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. εὐθύ-φρων `ειλικρινής΄, εὐθυ-δικία, ελνστ. εὐθυ-τενής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυ- 2 : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο απευθυσμένο: ~κοκκυγικός, ~κυστικός, ~ουρηθραίος.
[λόγ. < ευθυ- 1 σημδ. διεθ. recto- (σύγκρ. ορθό) ως α' συνθ.: ευθυ-κοκκυγικός < νλατ. rectococcy geus]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθύαυλος ο [efθíavlos] Ο20α : (λόγ.) το κλαρινέτο.
[λόγ. ευθυ- 1 + αυλός κατά το πλαγίαυλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυβολία η [efθivolía] Ο25 : η ιδιότητα του ευθύβολου ανθρώπου ή όπλου.
[λόγ. < ελνστ. εὐθυβολία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθύβολος -η -ο [efθívolos] Ε5 : (για πρόσ. ή όπλο) που σημαδεύει καλά και πετυχαίνει το στόχο του.
[λόγ. < ελνστ. εὐθύβολος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυγραμμία η [efθiγramía] Ο25 : η ύπαρξη ευθυγράμμισης.
[λόγ. ευθύγραμμ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυγραμμίζω [efθiγramízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(για πρόσ. ή πργ.) το τοποθετώ σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: Tα θρανία στην αίθουσα δεν είναι εντελώς ευθυγραμμισμένα. Ευθυγραμμιστείτε ο ένας πίσω από τον άλλο. ~ τα γράμματα / τους στίχους μιας σελίδας. β. τοποθετώ κτ. στην κανονική του θέση σε σχέση με κτ. άλλο: H βιβλιοθήκη να είναι τελείως ευθυγραμμισμένη στον τοίχο. 2. (μτφ.) διαμορφώνω τη συμπεριφορά μου, την τακτική μου κτλ. έτσι ώστε να αντιστοιχεί με κάποιου άλλου, να είναι όμοια με αυτού: H Ελλάδα ευθυγραμμίζει την αμυντική της πολιτική με τη συμμαχική. || (παθ.): συμπεριφέρομαι ή ενεργώ όπως κάποιος άλλος: H αντιπολίτευση ευθυγραμμίζεται με την κυβέρνηση στα εθνικά θέματα. || (πληθ.) για πρόσωπα που συμπεριφέρονται ή ενεργούν με τον ίδιο τρόπο: Πρέπει να ευθυγραμμιστούμε, για να πετύχουμε το σκοπό μας.
[λόγ. ευθύγραμμ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθυγράμμιση η [efθiγrámisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευθυγραμμίζω. 1. (για πρόσ. ή πργ.) τοποθέτηση σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: ~ γραμμάτων / στίχων / αντικειμένων. || H ~ των τροχών του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) προσαρμογή, κοινή γραμμή, κοινή συμπεριφορά: Επιβάλλεται η ~ της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.
[λόγ. ευθυγραμμι- (ευθυγραμμίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευθύγραμμος -η -ο [efθíγramos] Ε5 : 1.που σχηματίζει ευθεία γραμμή ή συμπίπτει με αυτή: Ευθύγραμμη κίνηση / πορεία / παράταξη. || (φυσ.): Ευθύγραμμη κίνηση. 2. (μαθημ.) που έχει σχέση με την ευθεία γραμμή: Ευθύγραμμο τμήμα, το τμήμα της ευθείας που έχει συγκεκριμένα άκρα: Tο ευθύγραμμο τμήμα AB. Ευθύγραμμο σχήμα, που αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα: Tο τρίγωνο και το παραλληλόγραμμο είναι ευθύγραμμα σχήματα. Ευθύγραμμη τριγωνομετρία.
ευθύγραμμα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. εὐθύγραμμος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθυδρομία η.
-
- Γρήγορη πορεία κατευθείαν· ταχύτητα, «σβελτάδα»:
- ευθυδρομίαν νεανικήν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18514).
[<επίθ. ευθυδρόμος + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 4. αι. (LBG)]
- Γρήγορη πορεία κατευθείαν· ταχύτητα, «σβελτάδα»:



