Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθαρσώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθαρσώς [efθarsós] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με θάρρος: Ομολόγησε ~ την ενοχή του / την αλήθεια.

[λόγ. < αρχ. εὐθαρσῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες