Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθέα, επίθ. θηλ.,
- βλ. ευθύς (I).
[Λεξικό Κριαρά]
- ευθέατος, επίθ.
-
- Που παρέχει ωραία θέα:
- τερπνόν παράδεισον … ευθέατον τοις οφθαλμοίς (Διγ. Gr. 3152).
[μτγν. επίθ. ευθέατος]
- Που παρέχει ωραία θέα:



