Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευεργέτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευεργέτης ο [everjétis] Ο10 θηλ. ευεργέτιδα [everjétiδa] Ο27α & (προφ.) ευεργέτισσα [everjétisa] Ο27 : αυτός που πρόσφερε βοήθεια, που έκανε καλό σε κπ.: Φέρθηκε αχάριστα στον ευεργέτη του. || (ως επίσημος χαρακτηρισμός) αυτός που πρόσφερε βοήθεια, ιδίως οικονομική, για να πραγματοποιηθεί κάποιο έργο χρήσιμο στο κοινωνικό σύνολο: ~ φιλανθρωπικού / πνευματικού ιδρύματος. Δωρητές, ευεργέτες και μεγάλοι ευεργέτες του Πανεπιστημίου. Εθνικός ~, που ωφέλησε ολόκληρο το έθνος. || ~ της ανθρωπότητας.

[λόγ. < αρχ. εὐεργέτης· λόγ. < αρχ. εὐεργέτις, αιτ. -ιδα· λόγ. < ελνστ. εὐεργέτισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
ευεργέτης ο· βεργέτης· πληθ. ευεργετάδες.
  • Αυτός που ευεργετεί:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1891).

[αρχ. ουσ. ευεργέτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες