Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευεργέτημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευεργέτημα το [everjétima] Ο49 : το ευεργετικό αποτέλεσμα, η ωφέλεια που προέρχεται από κτ., ιδίως από νόμο, διάταγμα κτλ.: Πολλοί αντιστασιακοί επωφελήθηκαν από το σχετικό ~ του νόμου και πήραν τιμητική σύνταξη.

[λόγ. < αρχ. εὐεργέτημα `καλή υπηρεσία΄ & σημδ. γαλλ. bénéfice]

[Λεξικό Κριαρά]
ευεργέτημα το· ευεργέτημαν.
  • Ευεργεσία, χάρη, δωρεά:
    • (Γλυκά, Στ. Β´ 96).

[αρχ. ουσ. ευεργέτημα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες