Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδαιμονιστικός -ή -ό [evδemonistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ευδαιμονισμό ή στον ευδαιμονιστή: Ευδαιμονιστική ηθική / διδασκαλία.
[λόγ. ευδαιμονιστ(ής) -ικός]



