Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευαρμόστως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευαρμόστως, επίρρ.
  • 1) Καλά συναρμοσμένα, αρμονικά:
    • όδοντες … ευαρμόστως πεπηγμένοι (Ερμον. Β 230).
  • 2) Επιτήδεια:
    • λίαν ειδός (ενν. το ζώον) ευαρμόστως τοις προσπίπτουσι κεχρήσθαι (Ιερακοσ. 35630).

[αρχ. επίρρ. ευαρμόστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες