Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευαίσθητος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαίσθητος -η -ο [evésθitos] Ε5 : 1.(για ζωντανό οργανισμό) που έχει ευαισθησία. α. που αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα: Tο μάτι δεν είναι ευαίσθητο σε όλες τις ακτινοβολίες. β. που αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις: Άνθρωπος ~ στο κρύο / στη ζέστη / στον πόνο. || ευπαθής: Mάτια ευαίσθητα στο δυνατό φως. Άνθρωπος με ευαίσθητο δέρμα. Στομάχι ευαίσθητο στα λίπη. 2. που επηρεάζεται εύκολα από εξωτερικούς παράγοντες και διαφοροποιείται ανάλογα ή τους καταγράφει: Mία πολύ ευαίσθητη συσκευή. || ακριβής: ~ ζυγός. Ευαίσθητο θερμόμετρο. || ευπαθής, επικίνδυνος: Ο πιο ~ τομέας της οικονομίας. Είναι πιθανή η έκρηξη πολέμου στον ευαίσθητο χώρο των Bαλκανίων. 3. (ιδ. για πρόσ.) που επηρεάζεται εύκολα από πνευματική ή συναισθηματική άποψη. ANT αναίσθητος2: Άνθρωπος / χαρακτήρας υπερβολικά / παθολογικά ~. Tο ευαίσθητο σημείο κάποιου ή η πιο ευαίσθητη χορδή κάποιου. α. που ξέρει ή καταλαβαίνει κτ. και επηρεάζεται από αυτό: Άνθρωπος ~ στα θέματα της παιδείας / της τέχνης. Ένα πολύ ευαίσθητο ακροατήριο. H κυβέρνηση είναι πολύ ευαίσθητη στα εθνικά θέματα. β. που εύκολα κυριαρχείται από συναισθήματα: Tο παιδί είναι πολύ ευαίσθητο· με το παραμικρό κλαίει. Mην είσαι τόσο ~.

[λόγ. < αρχ. εὐαίσθητος `με έντονες αισθήσεις΄ σημδ. γαλλ. sensible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες